- σαλκά
- Αφρ. «ἔλαιον τοῡ σαλκᾱ» — είδος αρωματικού ελαίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λάξνες, Χάλντορ Κίλιαν — (Halldόr Kiljan Laxness, Ρέικιαβικ 1902 – 1998). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Κίλιαν Γκούντγιονσον (Halldόr Kiljan Gudjόnsson). Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ο Λ. εκδήλωσε από νεαρή ηλικία εξαιρετική ευαισθησία… … Dictionary of Greek